- ἐκλεκτόν
- ἐκλεκτόςpicked outmasc acc sgἐκλεκτόςpicked outneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
APOLECTOS — apud Plin. l. 32. c. 11. inter genera pelamydum: Phager, Phycis saxatilium, Pelamys, earum generis maxima Apolectos vocatur, durior Tritone; Sed perperam; ἀπόλεκτος enim subintellige τόμος, pars grandior et selectior est pelamidis consectae, quae … Hofmann J. Lexicon universale
PELAMIS — piscis e thynnorum genere. Plin. l. 9. c. 15. Thynni mares sub ventre non habent pinnam. Intrant e magno mari Pontum vernô tempore gregatim, nec alibi fetificant. Cordyla appellatur partus, qui fetas redeuntes in mare autumno comitantur. Limosae… … Hofmann J. Lexicon universale
εκλεκτός — και εκλεχτός, ή, ό (AM ἐκλεκτός, ή, όν) 1. (για πρόσ. και πράγμ.) διαλεχτός, εξαιρετικός 2. αυτός που εκλέχθηκε σ ένα αξίωμα 3. εξαιρετικής ποιότητας 4. ως ουσ. οι εκλεκτοί αυτοί τους οποίους διάλεξε ο θεός, οι αγαπημένοι τού θεού («πολλοὶ κλητοὶ … Dictionary of Greek
ευφροσύνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις Χάριτες, αδελφή της Αγλαΐας και της Θάλειας, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης ή Αυτονόης. Άλλη παράδοση την αναφέρει ως κόρη της Νύχτας και του Ερέβους. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η… … Dictionary of Greek
ρουφός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο «απόστολος εκ των Ο’». Ρωμαίος, συνεργάτης του απόστολου Παύλου, για τον οποίο αυτός γράφει «Aσπάσασθαι Ρούφον, τον εκλεκτόν εν Κυρίω καί τήν μητέρα αυτού και εμού». (Προς Ρωμαίους 15’ 13).… … Dictionary of Greek